- κακοφρασμων
- κακοφράσμωνκᾰκοφράσμων2
(Theocr. - v. l. к κακοχράσμων) = κακόφραδής
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Theocr. - v. l. к κακοχράσμων) = κακόφραδής
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κακοφράδμων — και κακοφράσμων, ον (Α) (ποιητ. λ.) κακοφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φράδμων (< φράδμων < φράζω), πρβλ. πολυ φράδμων] … Dictionary of Greek